- πολυτεχνισμός
- ο политехнизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυτεχνισμός — ο, Ν 1. η ικανότητα ασκήσεως πολλών τεχνών, η επαγγελματική κατάρτιση σε πολλές τέχνες 2. η θεωρητική και πρακτική γνώση όλων τών φάσεων μιας παραγωγικής διαδικασίας, η γνώση τού συνόλου τής παραγωγικής διαδικασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τέχνη + … Dictionary of Greek